- ωόσωμα
- το тело яйцеклетки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωόπλασμα — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται το κυτταρικό σώμα ή κυτόσωμα του ωαρίου, το οποίο αποτελείται από πρωτόπλασμα και λέκιθο. Το ω. ονομάζεται και ωόσωμα … Dictionary of Greek